μετεύχομαι

μετεύχομαι
μετεύχομαι (Α)
εύχομαι με διαφορετικό τρόπο ή εύχομαι κάτι διαφορετικό, αλλάζω την προηγούμενη ευχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετεύξῃ — μετεύχομαι change one s wish aor subj mid 2nd sg μετεύχομαι change one s wish fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεύξασθαι — μετεύχομαι change one s wish aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτευξαι — μετεύχομαι change one s wish aor imperat mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”